σουσαμόλαδο

σουσαμόλαδο
το
λάδι που βγαίνει από τους σπόρους της σουσαμιάς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σουσαμόλαδο — το, Ν το σησαμέλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουσάμι + λάδι] …   Dictionary of Greek

  • σαμόλαδο — το, Ν σουσαμόλαδο, σησαμέλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουσαμόλαδο με απλολογία (πρβλ. ἀμφορεύς: ἀμφιφορεύς)] …   Dictionary of Greek

  • σήσαμο — το / σήσαμον, Ν ΜΑ, και λακων. τ. σάἁμον, και δωρ. τ. σάσαμον, Α το σουσάμι μσν. αρχ. ο σπόρος ή ο καρπός τού σησάμου, τής σουσαμιάς, το σουσάμι («σπείροντες μελίνην καὶ σήσαμον», Ηρόδ.) αρχ. 1. το σουσαμόλαδο («ἀλείφεσθαι ἐκ τοῡ σησάμου»,… …   Dictionary of Greek

  • σησάμινος — ίνη, ον, Α 1. αυτός που παράγεται ή προέρχεται από σουσάμι («εὔκαρπος ἡ πολλὴ πλὴν ἐλαίου, χρῶνται δὲ σησαμίνῳ», Στράβ.) 2. φρ. «σησάμινον ἔλαιον» ή «σησάμινον χρῑσμα» σησαμέλαιο, σουσαμόλαδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον «σουσάμι» + κατάλ. ινος (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • σαμόλαδο — σαμόλαδο, το και σουσαμόλαδο, το λάδι από σουσάμι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σησαμέλαιο — το βλ σουσαμόλαδο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”